«Αναγνωριστική» ανάβαση στο

Ταμάσιο Όρος – Κατάχλωρο

31 Ιανουαρίου 2013

Η Ανάβρα που την ονομασία της την πήρε από τις πολλές πηγές (ανάβρες), ήταν ο προορισμός μας την περασμένη Πέμπτη. Είναι ένα χωριό που ανήκει στον δήμο Σοφάδων και απέχει από την Καρδίτσα 28χιλ. Βρίσκεται στους πρόποδες του Κατάχλωρου η Ταμάσιου Όρους, ένα όμορφο χαμηλοβούνι (984 μ. έγραψε το gps). Ιστορικά, υπήρχε αρχαία πόλη, (έχουν βρεθεί νομίσματα και τάφοι) αλλά υπάρχουν λίγα στοιχεία για αυτήν την οποία θα πρέπει να χρονολογήσουμε στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους. Η περιοχή βέβαια είναι γνωστή για τις ιαματικές πηγές που υπάρχουν στα γύρω χωριά. Οι πιο γνωστές είναι αυτές της Καίτσας και του Σμοκόβου. Επίσης στην περιοχή υπάρχει και το Φράγμα Σμοκόβου που σχηματίζει την ομώνυμη λίμνη. Ένα έργο, που ολοκληρώθηκε ύστερα από πολλά χρόνια, και έγινε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του κάμπου για άρδευση και ύδρευση καθώς και για παραγωγή ενέργειας.
Από ορειβατική σκοπιά, δεν ήταν η πρώτη μας επίσκεψη στο βουνό. Η περιοχή έχει χαρακτηριστεί προστατευόμενη για την άγρια πανίδα από το Υπ. Γεωργίας. Από μακριά έχει κάποιος την εντύπωση πως πρόκειται για ένα ξηροβούνι, αλλά δεν είναι έτσι. Στην ΒΑ πλευρά του βουνού υπάρχει η λοξή λάκκα, πυκνό δάσος από βελανιδιές που φτάνει μέχρι την κορυφή. Και οι υπόλοιπες ρεματιές έχουν πλούσια βλάστηση. Το ύψος των δέντρων δεν είναι μεγάλο. Λένε ότι ακόμη δεν πήραν τα πάνω τους από την φωτιά που μπήκε στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου πολέμου με σκοπό να κυνηγηθούν οι αντάρτες. Τις πρώτες πληροφορίες τις πήραμε από φίλους της περιοχής, με τους οποίους ήρθαμε σε επαφή με σκοπό να δούμε ποιες δυνατότητες υπάρχουν για σήμανση μονοπατιών στο Κατάχλωρο. Υπάρχουν αρκετές διαδρομές όμως σε πολλά σημεία, από ότι φάνηκε, η πυκνή βλάστηση κάνει τμήματα του μονοπατιού δύσβατα αν όχι απροσπέλαστα. Σήμερα μας περίμεναν στο χωριό και μετά από λίγη κουβέντα ξεκινήσαμε κάπως αργά είναι αλήθεια. Η μικρή ομάδα του συλλόγου έιχε αρχικά οδηγό τον ασπρομάλλη κύριο Ηλία Σαξώνη. Αφήσαμε το αμάξι λίγο έξω από το χωριό στο δασικό κιόσκι πάνω στον περιφερειακό. Από το σημείο εκκίνησης έπρεπε να καλύψουμε περίπου 700μ υψομετρική διαφορά μέχρι την κορυφή. Μέχρι τον Προφ. Ηλία όπου ο Ηλίας μας λέει ανεβαίνει συχνά με τον εγγονό του υπήρχε «σήμανση» με κορδέλες. Το μονοπάτι αρχίζει ομαλά για ένα τεταρτάκι σε λιβάδια μέχρι τη θέση «Στρώματα», για να συνεχίσει  έντονα ανηφορικά ανάμεσα σε θάμνους και χαμηλά δέντρα μέχρι τον Προφ. Ηλία όπου φτάσαμε σε μια ώρα ακολουθώντας το γοργό βήμα του Ηλία. Ο κάμπος και τα σπίτια των χωριών απλώθηκαν μπροστά. Αξίζει κάποιος να ανέβει έστω και μέχρι εδώ.
Αφού κάναμε μια μικρή στάση μας βρήκε ο Σίμος Φιλάρετος, νέος που εγκαταστάθηκε πρόσφατα στην ιδιαίτερη αυτή πατρίδα του και αμέσως ξεχωρίσαμε την αγάπη του γι’ αυτήν. Συνεχίσαμε μαζί. Ακολουθήσαμε την πλαγιά μέχρι την ράχη στη θέση «Γκιόλι», που σημαίνει λάκκα με νερό. Και να! Σε λίγα μέτρα βλέπουμε την λάκκα με το νερό να σκεπάζει σε μικρή έκταση το παχύ στρώμα των φύλλων ανάμεσα στις όμορφες βελανιδιές. Από κει το μονοπάτι συνεχίζει στην κορυφογραμμή όπου τα ίχνη των ζώων είναι εμφανή σε όλη την διαδρομή. Αυτό είναι μια ένδειξη ότι κάποιος βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση. Το μάτι μας δεν χορταίνει να κοιτά τα χιονισμένα βουνά στον ορίζοντα. Στα πόδια μας ανθισμένοι οι κρόκοι και άλλα αγριολούλουδα κι ας είμαστε στη μέση του χειμώνα… Μετά από δυο συνολικά ώρες φτάσαμε χωρίς καμία δυσκολία στην κορυφή η οποία ξεχωρίζει στα αριστερά λίγες εκατοντάδες μέτρα από την κεντρική κορυφογραμμή. Πράγματι έχουμε μια υπέροχη θέα, όπως το φανταζόμασταν με την περιγραφή που μας είχε δώσει ο Φιλάρετος ο οποίος έχει ξανάρθει. Καθίσαμε πάνω στις στεγνές πέτρες για το κολατσιό. Με το φράγμα κάτω στα πόδια μας, το χωριό Θραψίμι και τα Λουτρά Σμοκόβου στα δυτικά και τον θεσσαλικό κάμπο ανατολικά. Ξεχωρίσαμε την Όθρυ, την Οίτη, την Γκιώνα, τον Παρνασσό, τα Βαρδούσια, το Βελούχι και τα Άγραφα, τον Όλυμπο. Άξιζε αυτή η προσπάθεια. Άλλωστε αυτή είναι και η ανταμοιβή του ορειβάτη στην κοπιαστική του προσπάθεια.
Η συνέχεια αποδείχτηκε περιπετειώδης ώστε στο τέλος της μέρας να αποφασίσουμε πως η διαδρομή που θα γίνει στα πλαίσια του προγράμματος του συλλόγου στις 10 Φλεβάρη να σταματήσει εδώ. Δεν είχαμε πληροφορίες για την συνέχεια, μόνο ότι δείχνει ο χάρτης. Επιστρέψαμε στην κεντρική κορυφογραμμή και κατευθυνθήκαμε προς Κέρδο. Συναντήσαμε υπολείμματα από μετρητές ανέμου, ένδειξη για σκέψεις «αξιοποίησης» του βουνού που δεν φαίνονται και τόσο φιλικές με το περιβάλλον. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Η πορεία σε μεγάλο μέρος ήταν ευχάριστη με ελαφριά ανεβοκατεβάσματα (βρήκαμε τρία υψομετρικά κολωνάκια!), υπέροχη θέα και από τις δυο πλευρές του βουνού, ιδιαίτερα εκεί όπου η κορυφογραμμή στένευε. Λιβάδια εναλλάσσονται με δάση. Εντυπωσιακότερο αυτό που κατά μεγάλο ποσοστό αποτελούνταν από κουμαριές, πολύ σπάνιο φαινόμενο. Στη μια ώρα μετά την κορυφή μπήκαμε σε πολύ πυκνό δάσος με θάμνους αδιαπέραστους. Εκεί πραγματικά κολλήσαμε. Χρειάστηκε μια ώρα και πολύς κόπος για να προχωρήσουμε μόλις 500 μέτρα. Τελικά είναι πολύ δύσκολη η πρόσβαση  από αυτή τη πλευρά. Λίγο πριν τον Κέδρο ξανάνοιξε η βλάστηση για να μας επιτρέψει να φτάσουμε στον προορισμό μας ακριβώς μόλις νύχτωσε. Επιστρέψαμε στην Ανάβρα με τον Μανώλη Παπαστολόπουλο, γυμναστή, και ευχόμαστε στο μέλλον συνεργάτη του συλλόγου,  που μας «μάζεψε» με το αυτοκίνητό του.